κλιβανοφόρος

κλιβανοφόρος
κλιβανοφόρος και κριβανοφόρος, ὁ (Μ)
(για στρατιώτες) βαριά οπλισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανον ή κρίβανον «θώρακας» + -φόρος (< φέρω), πρβλ. ασπιδο-φόρος, τροπαιο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • κριβανοφόρος — κριβανοφόρος, ὁ (Α) βλ. κλιβανοφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”